- αβγάτιστος
- -η, -οαυτός που δεν αυξάνει, δεν πληθαίνει κατά το βράσιμο«το ρύζι αυτό είναι αβγάτιστο».[ΕΤΥΜΟΛ. < αβγατιστός με αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβγατιστός — ή, ό [αβγατίζω] 1. αυτός που μεγάλωσε, αυξήθηκε, συμπληρώθηκε ή συντελέστηκε με προσθήκη 2. το θηλ. ως ουσ. η αβγατιστή 3. το ουδ. ως ουσ. το αβγατιστό η αβγατιστή 4. «πήδημα αβγατιστό» οι αβγάτες* (βλ. αβγάτα2) … Dictionary of Greek
αβγατίζω — βλ. αβγαταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από αρχ. επίθ. ἐκβατὸς > μτγν. ἐγβατός, με αντιμετάθεση φθόγγων, ἐβγατὸς > ἐβγατίζω και ἀβγατίζω. ΠΑΡ. αβγάτα, αβγαταίνω, αβγατερός, αβγατιά, αβγατίδι, αβγάτιση, αβγάτιαμα, αβγάτιστος, αβγατιστός] … Dictionary of Greek